μεγας

μεγας
    μέγας
    μεγάλη, μέγα (gen. μεγάλου, μεγάλης, μεγάλου; compar. μείζων - NT. тж. μεζότερος, superl. μέγιστος)
    1) большой, огромный

(σθένος Hom.; πλοῦτος Aesch.)

; огромный, многочисленный

(ἀγέλη NT.)

; рослый

(καλός τε μ. τε Hom.)

; крупный
    

(σῦς Hom.; αἰετός Pind.)

    2) взрослый
    

ὅτε μ. ἐσσί Hom. — так как ты (уже) взрослый

    3) высокий
    

(οὐρανός, πύργος, ὄρος Hom.; δένδρον NT.)

    4) широкий, обширный

(πέλαγος, αἰγιαλός Hom.)

; просторный, вместительный
    

(αὐλή Hom.)

    5) длинный или глубокий
    

(τάφρος Hom.)

    6) сильный, мощный

(ἄνεμος, ἰαχή Hom.; σεισμός NT.)

; громкий, немолкнущий
    

(μῦθος Soph.)

    7) великий
    

(Ζεύς Aesch.)

    μεγάλαι θεαί Soph. — великие богини, т.е. Деметра и Персефона;
    μ. βασιλεύς Aesch., Xen. — великий царь (обычно - Ксеркс);
    οἱ μεγάλοι Δαναοί Soph. — данайские вожди

    8) важный, значительный
    

(εἴς или πρός τι Xen.; ἐπαγγέλματα NT.)

    9) высокопарный, пышный
    

μέ μέγα λέγε Plat. — не говори громких слов

    10) высокомерный, гордый
    

φρονεῖ, ὡς γυνή, μέγα Soph.(Иокаста) полна женской гордости - см. тж. μείζων, μέγιστον и μέγιστος


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "μεγας" в других словарях:

  • μέγας — big masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγας — μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα) βλ. μεγάλος …   Dictionary of Greek

  • Μέγας — Μέγᾱς , Μέγης masc acc pl Μέγᾱς , Μέγης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγας Αλέξανδρος — Οικισμός (66 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφανού …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών.1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 206 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Βάρης) του νομού Κυκλάδων. 2. Οικισμός (18 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Ποσειδωνίας) …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Δένδρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Υπήρξε η γενέτειρα του διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη (1597)… …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Κάμπος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (88 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφιλοχίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 50 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείας …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς Περιστεράς, Λαγωού, Μονόκερου και Πρύμνης. Ο α του Μ.Κ. ή Σείριος είναι ο λαμπρότερος απλανής σε ολόκληρο τον ουρανό με μέγεθος –1,6. Είναι διπλός, με ταίρι του… …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Λάκκος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας, στον οποίο και υπαγόταν μέχρι το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου …   Dictionary of Greek

  • Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»